Του Πάνου Παπανικολάου*
Ο μακαρίτης ο πατέρας μου γεννήθηκε σε ένα ορεινό χωριό της Γορτυνίας το 1928. Ο τόπος άγριος, γεμάτος πουρνάρια και πέτρες. Ξενιτεμός μαζικός ήδη από προπολεμικά, Αμερική και Αυστραλία …
Ο παππούς μου τους περισσότερους μήνες του χρόνου αγγαρευόταν μπιστικός σε στάνες στην Θήβα και στην Χαλκίδα. Μόνη της στο χωριό η γιαγιά Αργύρω να στέλνει τα παιδιά με τον γάιδαρο όπου είχε παζάρι για να πουλήσουν κανένα περιβολικό – στην Στεμνίτσα, στην Κοντοβάζενα, στην Δημητσάνα … ώρες πολλές ταξίδι τότε σε κακοτράχαλα μονοπάτια.
Όταν έκλεισε τα δώδεκα ο πατέρας μου «ξεσχόλισε» παρά την αντίρρηση του δάσκαλου που τον θεωρούσε πολύ καλό μαθητή. Το μεγαλύτερο αγόρι βλέπεις και έπρεπε να δουλέψει, τέσσερις αδερφές στο σπίτι, το γυμνάσιο αφάνταστη πολυτέλεια. Τα δύσκολα χρόνια της κατοχής θήτευσε κάλφας σε μαστόρους της περιοχής ενώ ταυτόχρονα βοήθαγε τους ΕΑΜίτες κρυφά σαν Αετόπουλο. Όμως δεν υπήρχε πια τέχνη για να μάθει, και οι ίδιοι οι παλιοί μάστορες εξαφανίστηκαν γρήγορα, άλλοι αντάρτες στο βουνό κι άλλοι απλά τα παράτησαν και τράβηξαν για τις πολιτείες να γίνουν εργάτες στα εργοστάσια.
Έτσι μόλις ξεκίνησε ο εμφύλιος και οι ταγματασφαλίτες άρχισαν τις εκκαθαρίσεις, ο πατέρας μου ήρθε στην Αθήνα, παλικαράκι αμούστακο. Από τον στρατό πήρε απαλλαγή ως «προστάτης», ευτυχώς, γλύτωσε το αδελφοφάγωμα. Πλανόδιο εμπόριο στους πάγκους στο Μοναστηράκι και ένα σπιτάκι στο Περιστέρι στην προσφυγική γειτονιά χτισμένο τούβλο τούβλο για όλη την οικογένεια που το 1950 έφυγε από το χωριό. Η μεταπολεμική προσφυγιά δίπλα δίπλα με την παλιότερη, την μικρασιατική προσφυγιά. Ο παγκίτης αναβαθμίστηκε καθώς οι πάγκοι έδωσαν την θέση τους στα μαγαζιά εκεί γύρω στο ’55 με την «ανάπτυξη» και την «ανοικοδόμηση» – έγινε κανονικός εμποροϋπάλληλος.
Οι τρεις αδελφές προικίστηκαν με τα μεροκάματα του μεγάλου αδελφού και παντρεύτηκαν, οπότε μπόρεσε να παντρευτεί κι αυτός στα 38 του το ’64. Θα περίμενε κι άλλο, αλλά η τέταρτη η μικρότερη μόλις ήρθε η σειρά της βρήκε γαμπρό μοναχογιό με δικό του σπίτι. Ακόμα θυμάμαι πολλές δεκαετίες αργότερα όταν γινόταν λόγος για την «πατρική περιουσία», το χάλαθρο στο χωριό δηλαδή, τον πατέρα μου να λέει – αν και γενικά δεν έλεγε πολλά – «προσέξτε μην αδικήσετε τα παιδιά της Γιαννούλας, δεν την είχα προικίσει», σαν ένα είδος ντροπής το ξεστόμιζε. Μεροδούλι μεροφάι για άλλα 25 χρόνια. Με το ποδήλατο αλλαγή στα σπίτια τις φιάλες πετρογκάζ με τις οποίες μαγείρευε ο περισσότερος κόσμος – το υαλοπωλείο ήταν ταυτόχρονα και πρατήριο της πετρογκάζ. Με το ποδήλατο στο εργοστάσιο όταν φαλίρισε το υαλοπωλείο.
Με το λεωφορείο το αστικό κάθε μέρα στην Μάντρα όταν μετακόμισε εκεί το εργοστάσιο, δυο λεωφορεία για την ακρίβεια. Οικονομία και των αγίων για να φάνε τα παιδιά, να ντυθούν, να πάνε σχολείο, να μην τους λείψει τίποτα. Ψώνια όπου έβρισκαν τα πιο φτηνά. Για να βγάλουμε το λάδι της χρονιάς μια βδομάδα όλοι οικογενειακώς στα χωράφια – στο άλλο χωριό, της μητέρας μου. Και πραγματικά, δεν αισθάνομαι να μας είχε λείψει τίποτα, τίποτα ουσιαστικό δηλαδή. Στην ίδια γειτονιά που μεγαλώσανε τα παιδιά μου αργότερα μεγάλωσα και εγώ, δεν λες πως αυτά μεγάλωσαν πιο ευχάριστα στις εποχές της τεχνητής ευμάρειας. Δέκα φορές καλύτερα η μπάλα στις αλάνες και η ατέλειωτη ξεγνοιασιά από την κλεισούρα – την αναγκαστική υπερπροστασία – τα γκατζετάκια της εικονικής πραγματικότητας.
Όμως καμία χαρά για τους ίδιους τους εαυτούς τους οι γονείς μας, κανένα περιττό έξοδο – ούτε ένα σινεμά. Σε όλα θυσία … «εγώ έχω παιδιά». Από κάθε ουσιαστικό της ζωής μια περαστική τζούρα … «έχω παιδιά». Στα Ιουλιανά σε μια μόνο διαδήλωση – στην πιο μεγάλη. Στο Πολυτεχνείο μόνο από έξω, στην μεταπολίτευση κανα δυό φορές σε προεκλογικές συγκεντρώσεις του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ αλλά από δίπλα, «να μοιάζω περαστικός, να μην με σταμπάρει κανένας χαφιές γιατί έχω παιδιά». Μέχρι που το ’90 στα 62 του τραυματίστηκε σοβαρά σε τροχαίο ατύχημα, τον πήρε σβάρνα ένα μηχανάκι εκεί στην Μάντρα μετά το σχόλασμα όταν πήγαινε όπως συνήθως με τα πόδια νύχτα μετά από απογευματινή βάρδια προς την στάση να πάρει το αστικό λεωφορείο να γυρίσει σπίτι.
Μεταξύ ζωής και θανάτου για μήνες, τον ξενύχταγα στο νοσοκομείο διαβάζοντας παιδιατρική τελευταίο μάθημα πριν το πτυχίο. Ευτυχώς έζησε, πήρε την σύνταξή του, είδε εγγόνια να γεννιούνται και να μεγαλώνουν μέχρι που έφυγε πριν τρία χρόνια, αφήνοντας πίσω του την μάνα. Αυτή επάγγελμα: «οικιακά» – είχε πιστέψει θυμάμαι κάποτε τον προηγούμενο λαοπλάνο απατεώνα τον Ανδρέα που έλεγε τάχαμου μαζί με όλα τα άλλα πως θα έδινε «σύνταξη στις νοικοκυρές». Σοβαρά προβλήματα υγείας κι αυτή εδώ και χρόνια (από την πολλή την καλοπέραση επίσης …). Κληρονόμησε λοιπόν ως χήρα την σύνταξη του μακαρίτη αφού δική της φυσικά δεν της έδωσε ποτέ κανένας από τους πολιτικούς απατεώνες που έχουν κυβερνήσει αυτήν την χώρα. Με το επίδομα της χρόνιας νόσου και με τις προηγούμενες μνημονιακές περικοπές, είχαμε ως τώρα κάθε μήνα κύρια σύνταξη 685 ευρώ και επικουρική 129.
Τον Ιούνιο άρχισε να εφαρμόζεται το νομοθετικό τερατούργημα Κατρούγκαλου, καρπός του 3ου μνημονίου που ψήφισαν αγκαλίτσα τον περασμένο Αύγουστο ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ – ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – Ποτάμι στην βΟλή των πλουσίων για να κόψουν κι άλλο τα δικαιώματα των φτωχών. Προσέξτε να δείτε το μέγεθος της ΑΛΗΤΕΙΑΣ και του ΨΕΜΜΑΤΟΣ : 1) η κύρια σύνταξη τον Ιούνιο πήγε από τα 685 στα 417 και τον Ιούλιο στα … 337 !!!! – τα κυβερνητικά παπαγαλάκια εν τω μεταξύ ακόμα πουλάνε φούμαρα για μεταξωτές κορδέλες πως τάχαμου «δεν μειώθηκαν οι κύριες συντάξεις των χαμηλοσυνταξιούχων».
Για να προλάβω : η μείωση αφορά την ΚΥΡΙΑ σύνταξη, το επίδομα χρόνιας πάθησης εξακολουθεί, το διευκρινίσαμε στις αρμόδιες υπηρεσίες του ΙΚΑ 2) η επικουρική δεν μειώθηκε μεν, αλλά ΦΑΓΩΘΗΚΕ ΣΤΕΓΝΑ ο ένας μήνας δε. Πώς; Απλούστατα με την αλχημεία της «μετάθεσης ημερομηνίας καταβολής», δηλαδή αντί να καταβάλλεται στο τέλος του μήνα όπως πριν μαζί με την κύρια, καταβάλλεται την 1η του επόμενου. Έτσι του Μάη καταβλήθηκε στις 27/5 όπως γινόταν ως τότε. Του Ιούλη την 1/7, ενώ του Ιούνη ΔΕΝ ΚΑΤΑΒΛΗΘΗΚΕ ΠΟΤΕ ..
Και αναμένεται συνέχεια, γιατί λέει θα μειωθούν κι άλλο (πόσο άλλο;) οι συντάξεις.
Αυτό επεφύλαξε αυτό το ΕΛΕΕΙΝΟ κράτος, αυτό το ΕΛΕΕΙΝΟ πολιτικό σύστημα για τα στερνάτα ανθρώπων που ΤΣΑΚΙΣΤΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΔΟΥΛΕΙΑ από παιδιά. Που δεν διανοήθηκαν ποτέ να κλέψουν, σε αντίθεση με χιλιάδες πράσινα λαμόγια που τώρα έχουν κρυφτεί μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Που είναι η γενιά που φεύγει, που αποτελεί την ζωντανή ιστορία της χώρας στο ταραγμένο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα. Που στήριξαν με το μεροδούλι – μεροφάϊ τους τουλάχιστον τέσσερεις … «αναπτύξεις», αυτήν του ’50 με το σχέδιο Μάρσαλ, την επόμενη του Καραμανλισμού όταν καταχτίστηκε το σύμπαν, του Ανδρέα με τα ΕΟΚικά πακέτα αντίτιμα εξαγοράς για την αποβιομηχάνιση και τον αγροτικό απορφανισμό της χώρας, και την άλλη του Σημίτη με την ΟΝΕ και τα χρηματιστήρια και τις ολυμπιάδες και τις φούσκες και τις ντόπες και τις μίζες και τις καινούριες αρπαχτές. Μόνο που αυτοί, οι πολλοί, από καμία «ανάπτυξη» δεν κέρδισαν τίποτα. Ούτε από τις εργολαβίες του Καραμανλή, ούτε από τις λαμογιές του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, ούτε από το Σημιτικό μασαμπούκιασμα.
Τα γνωστά παλιά τζάκια πάλι θησαύρισαν (οι παλιοί μαυραγορίτες της κατοχής και οι γόνοι τους) και κάποια καινούρια που ξεπετάχτηκαν, οι γνωστοί μεγαλοκρατικοδίαιτοι μεγαλοεργολάβοι καπιταλΗστές νταβατζήδες, οι καρχαρίες των ΜΟΠ, οι αετονύχηδες των ολυμπιακών έργων, οι φουσκαδόροι τραπεζίτες, οι καναλάρχες, οι ύαινες των ΕΣΠΑ. Και κοντά τους οι θλιβερές ορδές τρωκτικών των αστικών κομματικών στρατών, εξαγορασμένες με τα μεζεδάκια που περίσσευαν από τα τραπέζια των «μεγάλων». Όλοι αυτοί που φέσωναν χρόνια τα κρατικά ταμεία με τις μασαμπούκες τους και ήρθαν ένα ωραίο πρωί να πουν «δυστυχώς χρεοκοπήσαμε, πλήρωνε πάλι λαέ με αίμα και ιδρώτα».
Κατανοείς πολλά όταν είσαι έστω και στοιχειωδώς πολιτικοποιημένος. Ναι, η καπιταλιστική κρίση, η ιστορική ρεβάνς του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία για να διατηρήσει τα κέρδη του, η απάνθρωπη ΕΕ. Κατανοείς, αλλά ΔΕΝ ΣΥΓΧΩΡΕΙΣ. Εγώ τουλάχιστον ΑΥΤΟ δεν το συγχωρώ:το ΦΤΥΣΙΜΟ μετά θάνατον στην Ιερή Μορφή του Πατέρα. Που στερήθηκε κάθε χαρά και κάθε ανάπαυση επί 50 ολόκληρα χρόνια. Που η φτώχεια και το φιλότιμο του έκλεψαν την δυνατότητα να σπουδάσει. Που δεν διανοήθηκε ούτε καν να καθυστερήσει για μια μέρα αυτό που θεωρούσε χρέος του – καταβολή φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. Που θεωρούσε αδιανόητο πάντα να κλέψει μια δραχμή. Που θεωρούσε αδιανόητο να ζητήσει από το ρημάδι το κράτος μια «εξυπηρετησούλα». ΔΕΝ ΤΟ ΣΥΓΧΩΡΩ, κύριοι ψεύτες πολιτικοί απατεώνες. ΔΕΝ ΤΟ ΣΥΓΧΩΡΩ κύριε Τσίπρα και κύριε Κατρούγκαλε που αραδιάζετε κι ένα σωρό σάπια ψέματα για να κάνετε το μαύρο άσπρο. ΔΕΝ ΤΟ ΣΥΓΧΩΡΩ κυρίες κύριοι νουδουπασοκοποταμίσιοι λοιποί πολιτικοί απατεώνες ευρωμνημονιακοί συνένοχοι.
Η Ιστορία θα σας εκδικηθεί. Σκληρά. Θα φροντίσουμε εμείς γι αυτό – τα παιδιά και τα εγγόνια των Ηρώων της Καθημερινότητας που ΦΤΥΝΕΤΕ περιφρονητικά πάνω στα τιμημένα τους Γεράματα την ίδια ώρα που αγκαλιάζεστε με τα Λαμόγια, με τους Κλέφτες και με τους Χορτασμένους.