Ο πόλεμος του 1940-41 τσάκισε την ελληνική οικονομία και ιδιαίτερα την αγροτική. Εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες επιστρατεύτηκαν. Το “Αλβανικό Έπος” στηρίχτηκε επίσης στα εκατοντάδες χιλιάδες ζώα που επιτάχθηκαν για τις ανάγκες του στρατού. Ακόμα και τα λιγοστά τρακτέρ, περίπου 1.000 επιτάχθηκαν, για να χαθούν τα περισσότερα. Ετσι η σοδειά του 1941 ήταν χαμηλότερη κατά 15-30% σε μια χώρα που προπολεμικά έκανε εισαγωγές σιτηρών για να καλύψει τις ανάγκες της.
Η φασιστική Κατοχή έκανε την κατάσταση πολλές φορές χειρότερη. Η πολιτική των ναζί στις κατεχόμενες χώρες ήταν η εξής: η Βέρμαχτ θα κάλυπτε τις ανάγκες της από τους τοπικούς πόρους. Επίσης, τρόφιμα, πρώτες ύλες ακόμα και ολόκληρες βιομηχανικές εγκαταστάσεις θα μεταφέρονταν στην Γερμανία. Αυτό σήμαινε μια τεράστια αρπαγή μεταλλευμάτων καταρχήν, αλλά και κάθε είδους τροφίμων. Πάλι, η κατάσταση γινόταν χειρότερη γιατί η Ελλάδα βρέθηκε κομμένη σε τρεις ζώνες κατοχής. Οι ιταλικές, βουλγάρικες και γερμανικές αρχές δεν επέτρεπαν τη διακίνηση προιόντων έξω από τις ζώνες τους. Επίσης, το συγκοινωνιακό δίκτυο είχε διαλυθεί: για να πας με τρένο στη Θεσσαλονίκη χρειαζόσουν 36 ώρες αν ήσουν τυχερός να εξασφαλίσεις θέση. Η συγκοινωνία με νησιά με αγροτική παραγωγή, όπως η Κρήτη, είχε προσωρινά διακοπεί.
Τα σημάδια της επισιτιστικής κρίσης είχαν κάνει την εμφάνισή τους ήδη πριν τα ναζιστικά στρατεύματα καταλάβουν την Ελλάδα. Αρχισαν να γίνονται πιο έντονα στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1941. Η κυβέρνηση των δωσίλογων του στρατηγού Τσολάκογλου προσπάθησε να συγκεντρώσει τη σοδειά των αγροτών, τάχα για να αντιμετωπίσει την κρίση, με βάση υποχρεωτικές τιμές. Οταν οι αγρότες αρνήθηκαν να πουλήσουν στις αρχές, έστειλε την χωροφυλακή. Κι αυτό απέτυχε. Οι αγρότες ήθελαν να κρατήσουν τη -μειωμένη- σοδειά για δυο λόγους. Πρώτον, οι περισσότεροι, για τις δικές τους ανάγκες. Δεύτερον, γιατί το χρήμα γινόταν κουρελόχαρτο από τον πληθωρισμό που θα έπαιρνε μυθικές διαστάσεις τα επόμενα χρόνια. Οι τιμές που όριζε η κυβέρνηση σήμαιναν απλά αρπαγή της σοδειάς.
Το τελειωτικό χτύπημα το έδωσε το εμπάργκο, ο αποκλεισμός, που επέβαλε στη κατεχόμενη Ελλάδα ο βρετανικός πολεμικός στόλος. Καμιά βοήθεια από το εξωτερικό δεν μπορούσε να μπει.
Η πείνα δεν χτύπησε “όλους τους Έλληνες”. Χτύπησε τους εργάτες, τους υπαλλήλους και τους πιο φτωχούς. Κύρια στην Αθήνα και τον Πειραιά, αλλά και σε νησιά όπως η Σύρος και η Χίος. Ετσι κι αλλιώς, προπολεμικά, οι εργατογειτονιές και οι συνοικισμοί των προσφύγων ήταν μέρη που θέριζε η στέρηση και οι αρρώστιες, όπως η φυματίωση. Τον Νοέμβρη, όταν η μερίδα που έδινε το δελτίο για το ψωμί έπεσε κάτω από τα 100 γραμμάρια την ημέρα, ο κόσμος άρχισε να πεθαίνει.
Πρώτοι πέθαιναν φαντάροι που είχαν αποκοπεί από τα μέρη καταγωγής τους, μετά οι “περιθωριακοί” και μετά οι προσφυγογειτονιές που οι κάτοικοι τους δεν μπορούσαν καν να καταφύγουν σε συγγενείς σε χωριά άρχισαν να μετράνε νεκρούς. Το Κολωνάκι δεν πείνασε, ούτε το Π. Ψυχικό ή η Φιλοθέη. Τα Παλαιά Σφαγεία, το Δουργούτι, ο Βύρωνας και η Καισαριανή, η Δραπετσώνα και η Κοκκινιά υπέφεραν.
Τα θύματα δύσκολα μετριόνται. Ενας υπολογισμός συγκρίνει τους νεκρούς ανάμεσα στην 1/10/1941 και την 30/9/42 με αυτούς του 1940 σε Αθήνα – Πειραιά. Το 1940 είχαν δηλωθεί 14.566 θάνατοι και το 1941 49.188. Η διαφορά, 34.622, πρέπει να οφείλεται στην πείνα, αλλά και στις αρρώστιες όπως η φυματίωση. Στην πραγματικότητα, οι θάνατοι ήταν περισσότεροι. Ο ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ έχει καταλήξει σε ένα αριθμό περίπου 100.000 σε ολόκληρη τη χώρα, οι περισσότερο από τους μισούς στην πρωτεύουσα.
Μαύρη αγορά
Με τον πληθωρισμό να καλπάζει, την οικονομία να είναι διαλυμένη, γεννήθηκε το φαινόμενο της “μαύρης αγοράς”. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι επιδίδονταν σε κάθε είδους ανταλλαγές αγαθών πολλές φορές περπατώντας απίστευτες αποστάσεις για να πάρουν λιγοστά τρόφιμα ή άλλα είδη -όπως σπίρτα, ξυραφάκια, ελαστικά- για να τα ανταλλάξουν πάλι με λάδι ή αλεύρι. Ομως, τη “μαύρη αγορά” δεν την έλεγχαν ούτε οι αγρότες ούτε ο “κοσμάκης” που μετά τη δουλειά μετατρεπόταν σε μικροπωλητή. Την έλεγχαν εκείνοι που είχαν την οικονομική εξουσία και τις σχέσεις με τις κατοχικές αρχές: βιομήχανοι, μεγαλέμποροι, δωσίλογοι συνεργάτες. Αυτοί, και κάποια “νέα τζάκια” που “φτιάχτηκαν” εκείνα τα χρόνια, θησαύριζαν από την πείνα και την κερδοσκοπία. Αλλά δημοσίως παρίσταναν ότι συνέπασχαν με το δράμα.
Η φιλανθρωπία της “υψηλής κοινωνίας”, της Εκκλησίας ακόμα και του Ερυθρού Σταυρού που έσπευσαν να οργανώσουν συσσίτια δεν αντιμετώπισε την καταστροφή. Ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ γράφει στο βιβλίο “Στην Ελλάδα του Χίτλερ”:
“Στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, φιλανθρωπικές και θρησκευτικές οργανώσεις παράστεκαν τους πρόσφυγες, τους άστεγους κληρωτούς και τους ανέργους. Εύπορες νοικοκυρές στο λιμάνι του Βόλου προπαγάνδιζαν λίστες συμμετεχόντων σ’ ένα σχέδιο «υιοθεσίας» και διατροφής παιδιών από τις φτωχογειτονιές… Σε αντίθεση με την κυβέρνηση, δεν είχαν φορολογικές ούτε κατασταλτικές εξουσίες και δεν διέθεταν τα μέσα για να αγοράσουν τρόφιμα σε ευρεία κλίμακα. «Καμιά οργάνωση δημόσιας αρωγής ή κοινωνικής πρόνοιας», έλεγε μια έκθεση του Ερυθρού Σταυρού, «δεν θα μπορούσε να σώσει όλους όσοι υπέφεραν από το λιμό». Στα συσσίτια απόρων της πρωτεύουσας λιγότερο από το ένα τέταρτο του πληθυσμού που είχαν ανάγκη από τέτοια αρωγή έβρισκαν τροφή. Οι μερίδες τους είχαν ελάχιστη θρεπτική αξία ή λίπη”.
Αυτός που έσωσε τον κόσμο από μια επανάληψη του λιμού την επόμενη χρονιά ήταν η Αντίσταση, το ΕΑΜ. Οι στίχοι του τραγουδιού “Το ΕΑΜ μάς έσωσε από την πείνα…” δεν είναι υπερβολή. Και εδώ χρειάζονται κάποιες διευκρινίσεις -το πώς έχει μεγάλη σημασία.
Είναι αλήθεια ότι από τα μέσα του ’42 οι Βρετανοί χαλάρωσαν τον αποκλεισμό και άρχισε να φτάνει ανθρωπιστική βοήθεια σε τρόφιμα. Το ζήτημα ήταν βέβαια, πού θα πήγαιναν και ποιος θα τα διαχειριζόταν. Η εργατική τάξη της Αθήνας και του Πειραιά ιδιαίτερα έδωσε μια απάντηση: σε μας και από εμάς. Και ο τρόπος για να γίνει αυτό ήταν τα κλασικά όπλα του εργατικού κινήματος. Απεργία, διαδήλωση, οργάνωση. Το Εργατικό ΕΑΜ (ΕΕΑΜ), που είχε συγκροτηθεί ήδη από τον Ιούλη του 1941, πριν το ΕΑΜ που ιδρύθηκε τον Σεπτέμβρη, μπήκε μπροστά.
Στις 14 Απρίλη 1942 ένας ταχυδρομικός λιποθυμάει από την πείνα στο Κεντρικό Ταχυδρομείο στην Αθήνα. Και όπως περιγράφει το σχετικό χρονικό, το απόγευμα, όταν το νέο έκανε το γύρο όλων των βαρδιών: “Κάποιος φωνάζει στο προαύλιο: ´Τι καθόμαστε παιδιά! Θα πεθάνουμε στα πόδια μας!’. Και μια δεύτερη φωνή απαντάει: ‘Απεργία!’ ‘Ζήτω η Απεργία!’ ξεσπάει το συγκεντρωμένο στο προαύλιο πλήθος και μ’ ενθουσιασμό πλημμυρίζει τους δρόμους αψηφώντας τους κινδύνους.”
Απεργία, λοιπόν, σε ένα νευραλγικό τομέα σε καιρό πολέμου, όπως ήταν τα ΤΤΤ, Ταχυδρομεία-Τηλέγραφοι-Τηλέφωνα. Η απεργία απλώθηκε σε όλους τους δημόσιους υπάλληλους. Οι απεργοί συγκρότησαν μια Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή και παρά τις πιέσεις και τους κινδύνους κράτησαν για μέρες. Στο τέλος νίκησαν.
Τον Σεπτέμβρη του 1942 το Εργατικό ΕΑΜ οργάνωσε ένα ακόμα κύμα απεργιών που απλώθηκε σε πολλούς κλάδους. Συμμετείχαν οι “τριατατικοί”, οι τραπεζικοί, οι εργάτες της Ουλεν (ύδρευση), του Ηλεκτρικού Εργοστάσιου, του ΦΙΞ, τα Λιπάσματα στην Δραπετσώνα, οι λιγνιτωρύχοι της Καλογρέζας, πολλοί υφαντουργοί, λιμενεργάτες και σιδηροδρομικοί. Το σύνθημα: “Οχι άλλος χειμώνας σαν του 1941-42”.
Τα αιτήματα αυτών και άλλων απεργιών ή κινητοποιήσεων που θα ακολουθούσαν, ήταν αυξήσεις στους μισθούς και επειδή το χρήμα δεν είχε αξία, συσσίτια και εφοδιασμός με είδη πρώτης ανάγκης. Η οργάνωση που εξασφάλιζε ότι αυτά τα αγαθά θα πήγαιναν πράγματι στους εργάτες και τις οικογένειές τους ήταν οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί.
Ο Θύμιος Μπράτσος ήταν ξενοδοχοϋπάλληλος στη “Μεγάλη Βρετάνια”, στέλεχος του ΕΕΑΜ και του ΚΚΕ. Εχει αφήσει μια πολύτιμη μαρτυρία για το πώς οργανώθηκε ο καταναλωτικός συνεταιρισμός στο χώρο του, με τη συμμετοχή και των 300 περίπου υπαλλήλων. “Αποφασίστηκε να στείλουμε μια επιτροπή από το ανώτερο προσωπικό στην Ιταλική Πρεσβεία για να μας χορηγήσουν τρόφιμα για τον συνεταιρισμό…Πήγε η Επιτροπή και πέτυχε…”
Ξενοδοχοϋπάλληλοι
Δεν ήταν μόνο τα συσσίτια που οργάνωσε ο συνεταιρισμός. Ο Θ. Μπράτσος θυμάται ότι: “Οι ξενοδόχοι βρήκαν την ευκαιρία στην Γερμανική Κατοχή και επανέφεραν τον νόμο που χαρακτήριζε τους ξενοδοχοϋπάλληλους σαν υπηρέτες χωρίς κανένα δικαίωμα στη δουλειά… Την Τρίτη μέρα της κινητοποίησης στα Παλαιά Ανάκτορα μας δέχτηκε ο Γραμματέας του Πολιτικού Γραφείου της κυβέρνησης Τσολάκογλου και μας υποσχέθηκε ότι θα ανασταλεί η ψήφιση του νόμου. Επίσης ζητήσαμε να μας απαλλάξει από τον Κλαδά, τμηματάρχη υπάλληλο του Υπουργείου Εργασίας, ο οποίος εξυπηρετούσε τους ξενοδόχους”.
Δυο χρόνια αργότερα, όταν ξεκινούσε ο Δεκέμβρης του 1944, ένας Άγγλος αξιωματικός κατέγραφε την έκπληξή του για το γεγονός ότι όλοι οι εργαζόμενοι στο ξενοδοχείο συμμετείχαν στην γενική απεργία που είχε κηρύξει το ΕΑΜ. “Η ευγνωμοσύνη τους στους απελευθερωτές ερχόταν σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην πίστη τους στο ΕΑΜ”. Αυτή η πίστη είχε σφυραλατηθεί στους νικηφόρους εργατικούς αγώνες της Κατοχής.
Οπως και τότε, έτσι και σήμερα η τάξη που σκορπάει την φτώχεια, την απόγνωση και την πείνα, παριστάνει
ότι βοηθάει τους “άτυχους” με τις φιλανθρωπίες της Αρχιεπισκοπής, του Σκάι και των σούπερ-μάρκετ. Οπως και οι ξενοδόχοι της Κατοχής, έτσι και σήμερα ο ΣΕΒ, οι τραπεζίτες και όλοι οι καπιταλιστές εκβιάζουν με τις πλάτες της Τρόικας για να καταργηθούν ΣΣΕ, κατώτατος μισθός, να γίνουν ανεξέλεγκτες οι απολύσεις.
Η απάντηση που παίρνουν είναι ο αγώνας της Χαλυβουργίας, του Αλτερ, της Ελευθεροτυπίας, της Ιντρακομ, δεκάδων “μικρών” εργοστασίων, επιχειρήσεων, στα νοσοκομεία, σε οργανισμούς του δημόσιου. Οι απεργίες, η απαγόρευση των απολύσεων, ο εργατικός έλεγχος δίνουν την προοπτική για να μην απλωθεί η βαρβαρότητα που γεννάει η καπιταλιστική κρίση. Για να πάρουν το τιμόνι οι εργάτες. Αν οι εργατικοί αγώνες “μας έσωσαν από την πείνα” στη φασιστική Κατοχή, σήμερα μπορούν και να είναι νικηφόροι και να φτάσουν πολύ πιο μακριά.